- ἐξιδιοποιέομαι
- ἐξῐδῐοποι-έομαι,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξιδιοποιεῖσθε — ἐξιδιοποιέομαι pres imperat mp 2nd pl (attic epic) ἐξιδιοποιέομαι pres opt mp 2nd pl (epic ionic) ἐξιδιοποιέομαι pres ind mp 2nd pl (attic epic) ἐξιδιοποιέομαι imperf ind mp 2nd pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιουμένων — ἐξιδιοποιέομαι pres part mp fem gen pl (attic epic doric) ἐξιδιοποιέομαι pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιούμενον — ἐξιδιοποιέομαι pres part mp masc acc sg (attic epic doric) ἐξιδιοποιέομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιεῖσθαι — ἐξιδιοποιέομαι pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιεῖται — ἐξιδιοποιέομαι pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιησάμενοι — ἐξιδιοποιέομαι aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιησάμενος — ἐξιδιοποιέομαι aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιουμένη — ἐξιδιοποιέομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιουμένου — ἐξιδιοποιέομαι pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιοῦνται — ἐξιδιοποιέομαι pres ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιδιοποιοῦντο — ἐξιδιοποιέομαι imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)